μοσχεύματα

μοσχεύματα
μόσχευμα
sucker taken off and planted
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλαστική χειρουργική — Κλάδος της χειρουργικής, που ασχολείται με την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων ανωμαλιών ή βλαβών της μορφής του σώματος. Οι αρχές της π.χ. βρίσκονται στην αρχαιότητα. Επεμβάσεις αυτού του είδους έχει αποδειχτεί ότι… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… …   Dictionary of Greek

  • άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από …   Dictionary of Greek

  • αγαπητός — (agapetes).Γένος θάμνων των Ιμαλαΐων και της Αυστραλίας. Ανήκει στην οικογένεια των ερεικιδών. Τα είδη του γένους αυτού ευδοκιμούν κυρίως σε δασικές εκτάσεις με πλούσιο χούμο, σε υψόμετρο 1.000 έως 2.000 μ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά με μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

  • ακαλήφη — (acalypha). Γένος φυτών που περιλαμβάνει πάνω από 425 είδη, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Ανήκουν στην ομοταξία αγγειόσπερμα, στην κλάση δικοτυλήδονα, στην υπόκλαση μονοχλαμυδικά, στην τάξη τρίκοκκα και στην οικογένεια ευφορβιίδες. Οι α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”